- καταφυσώ
- καταφυσῶ, -άω (Α)(επιτ. τ. τού φυσώ)1. εξακοντίζω κάποιο υγρό με φύσημα, καταβρέχω φυσώντας2. εκτινάσσω, εξαπολύω υγρό («ὁ ἄρρην παρακολουθῶν καταφυσᾷ τὸν θολὸν [τῇ θηλείᾳ]», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφύσημα — καταφύσημα, τὸ (Α) [καταφυσώ] ισχυρό φύσημα … Dictionary of Greek